Πίκ, Βίλχελμ

Πίκ, Βίλχελμ
(Pieck, 1876 – 1960). Γερμανός πολιτικός. Ξυλουργός στο επάγγελμα έγινε μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας το 1895. Ήταν οπαδός της αριστερής πτέρυγας του κόμματος, που είχε ηγέτες τον Κ. Λίμπκνεχτ, τη Ρ. Λούξεμπουργκ, το Φ. Μέρινγκ και την Κλ. Τσέτκιν, με τους οποίους συνδεόταν στενά. Για την πολιτική του δράση διώχτηκε και φυλακίστηκε πολλές φορές. Ο Π. έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην προετοιμασία και την καθοδήγηση της Νοεμβριανής επανάστασης του 1918 στη Γερμανία. Ήταν ένας από τους ιδρυτές του Κομουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, στο Συντακτικό συνέδριο του οποίου (1919) εξελέγη μέλος της Κεντρικής του Επιτροπής. Eξελέγη, στη συνέχεια, πολλές φορές μέλος του Ράιχσταγκ, από το βήμα του οποίου προπαγάνδισε το πολιτικό πρόγραμμα του ΚΚΓ. Όταν επικράτησε ο φασισμός στη Γερμανία (1933) πήγε, με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, στη Γαλλία και εργάστηκε για τη δημιουργία μαζικού αντιφασιστικού κινήματος. Στη διάρκεια του B΄ Παγκοσμίου πολέμου, ανάπτυξε έντονη δραστηριότητα κατά του γερμανικού ιμπεριαλισμού και ως μέλος της εθνικής επιτροπήςΕλεύθερη Γερμανία αφιερώθηκε στη διαφώτιση των γερμανών αιχμαλώτων πολέμου στη πρώην ΕΣΣΔ, ιδιαίτερα των ανώτερων αξιωματικών. Μετά τον πόλεμο, συνέβαλε στην ίδρυση του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Kόμματος (1946), του οποίου και διετέλεσε πρόεδρος, με συμπρόεδρο τον Γκρότεβαλ μέχρι το 1954. Το 1949 εξελέγη πρόεδρος της πρώην Λ.Δ. Γερμανίας, θέση στην οποία παρέμεινε έως τον θάνατό του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Γκρότεβολ, Ότο — (Otto Grotewohl, Μπρούνσβικ 1894 – Βερολίνο 1964).Γερμανός πολιτικός. Υπήρξε σοσιαλδημοκράτης βουλευτής στη Δίαιτα (βουλή) του Μπρούνσβικ (1920 25) και ύστερα βουλευτής στο Ράιχσταγκ (1925 33), ενώ φυλακίστηκε πολλές φορές από τους ναζί. Στο… …   Dictionary of Greek

  • κάμερσπιλ — (kammerspiel). Γερμανικός όρος που αναφέρεται στο θέατρο δωματίου. Υποδηλώνει έναν τύπο μικρού θεάτρου που εμφανίστηκε στη Γερμανία στις αρχές του 20ού αι., με σκοπό να παρουσιάζει έργα σύντομα και με λίγα πρόσωπα σε οικεία ατμόσφαιρα… …   Dictionary of Greek

  • Μάγερ, Καρλ — (Carl Mayer, Γκρατς, Αυστρία 1894 – Λονδίνο 1944). Γερμανός σεναριογράφος του κινηματογράφου, αυστριακής καταγωγής. Ο Μ. είναι μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές προσωπικότητες της χρυσής περιόδου του γερμανικού κινηματογράφου. Το όνομά του είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”